ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ
Η ιστορία μέχρι σήμερα
Σκηνή πρώτη
Ορεινή Άρτα 1958
Ο αέρας λυσσομανάει στο παράθυρο του πλινθόκτιστου σπιτιού που στέκει μονάχο του ανάμεσα στα άσπαρτα χωράφια. Η μυρωδιά στον αέρα προμηνύει το ξέσπασμα μιας μπόρας που στην ένταση της θα μπορούσε να συγκριθεί με το σκοτεινό βλέμμα της Αλεξάνδρας, όταν ένοιωσε την πρώτη σουβλιά στην κοιλιά. Επτάμισι μηνών σκέφτηκε, βιάζεται να βγει, και προσπάθησε με αυτή τη σκέψη να καταλαγιάσει την αγωνία που την κυρίευε καθώς η πιθανότητα να γεννήσει ολομόναχη, σε αυτή την ξεχασμένη άκρη του κόσμου, θέριευε μέσα της. Η πρώτη αστραπή που έσκισε τον ορίζοντα ήταν σαν να έσκιζε την καρδιά της. Πόσο δίκιο είχε η κυρά Λένη η μαία, που της είχε πει να μην τρέχει πια στα ζώα με τον άντρα της τον Χαράλαμπο. Τι να καταλάβει και η κυρά Λένη από την πείνα στο σπιτικό τους. Μαζί με τον Χαράλαμπο αυτά τα ζωντανά ήταν ότι είχαν και δεν είχαν για περιουσία. Να, θυμόταν τώρα, να δεις που η βροχή προχθές μου τον ψήλωσε τον πυρετό πάλι και ο γιατρός είπε ότι η πνευμονία ήταν στο πάρα κάτι για να κινδυνέψω και εγώ και το παιδί. Δεύτερη αστραπή, αυτή τη φορά ακούστηκε λίγο πιο κοντά στο σπιτικό. Έπεσε στα γόνατα της και έβαλε τα δυο της χέρια τριγύρω από την κοιλιά που φιλοξενούσε μέσα της την καινούργια ζωή. Ψιθύρισε χαμηλόφωνα, έλα ψυχούλα μου κάνε κουράγιο να γυρίσει και ο μπαμπάς στο μαντρί και θα ‘μαστε αντάμα σαν κινήσεις να βγεις στον κόσμο, κάνε κουράγιο. Μα η τρίτη αστραπή, που έκανε τόσο κρότο όσο κάνουν και τα βαγόνια στα τρένα εκείνου του συρμού που είδε κάποτε στην Αθήνα, κόντεψε να της σπάσει τα τύμπανα. Μόνο που δεν πρόλαβε τούτος ο πόνος να συγκριθεί με τον πόνο ενός παιδιού που ξεκινάει το ταξίδι της ζωής. Τα νερά που μούσκεψαν τα πόδια της δεν ήταν της βροχής… έπεσε στην πλάτη της, πάνω στο αχυρένιο στρώμα που κάλυπτε ένα σεντόνι, και αμέσως ένοιωσε το πόνο να διαπερνά την μήτρα της. Το παιδί ήδη κατέβαινε. Πλησίασε τα χέρια της στην γενετήσια οπή της και άρχισε να σπρώχνει… όσο πιο πολύ έσπρωχνε τόσο πιο πολύ πονούσε. Αναπνοές τις είχε πει η κυρά Λένη, βαθιές αναπνοές, έπαιρνε όσο πιο βαθιές μπορούσε αλλά ο πόνος στο στήθος της ήταν σχεδόν ίσος με τον πόνο ανάμεσα στους μηρούς της. Ένα ουρλιαχτό της και το κεφάλι είχε ήδη ξεπροβάλλει. Όπως – όπως προσπαθούσε να πιάσει το νεογέννητο και να το τραβήξει από μέσα της. Πέρασε τα χέρια, το ένα κάτω από την μια μασχάλη και το άλλο γύρω από το σβέρκο και πίεσε για μια τελευταία φορά ενώ τραβούσε το παιδί από τα σωθικά της. Ήταν αγόρι, ένα μικρό, καχεκτικό αγοράκι. Μέχρι να κλάψει το πρώτο κλάμα, εκείνη σιγά – σιγά έσβηνε… τα μάτια, εκείνα τα σμαράγδινα πράσινα μάτια έχαναν το φως τους.
Σκηνή δεύτερη
Ορεινή Άρτα 7 χρόνια μετά 1965
Έβηξε και ξανάβηξε. Έβγαλε το μαντήλι από την τσέπη της ρόμπας της και έκανε να σκουπίσει το στόμα της, μη τυχόν και δει το αίμα ο Κλεοπάτρας. Τόσα χρόνια μετά την γέννα και το χτικιό είχε φωλιάσει στα πνευμόνια της και δεν έλεγε να φύγει. Εκείνο το βράδυ εφτά χρόνια πριν ο Χαράλαμπος την είχε βρει λιπόθυμη με το νεογνό στην αγκαλιά… Πάλι άγιο είχαν, που είχε πάρει το κάρο του Στεφανή για να φέρει πίσω τα ζωντανά. Την άρπαξε με την μια στα χέρια του και την έτρεξε στο χωριό, να βρει τη κυρά Λένη τη μαία, να φωνάξουν και τον Γιώργη το γιατρό. Τύχη βουνό που κατάφερε να φτάσει εγκαίρως, του χε πει ο Γιώργης. Αν είχε αργήσει λίγο ακόμα μάνα και παιδί θα είχαν σβήσει σε εκείνο το μαντρί. Και πάλι άγιο είχαν, του χε πει ο Γιώργης γιατί η πνευμονία θα μπορούσε να την έχει σκοτώσει την Αλεξάνδρα και το παιδί δεν θα την γλίτωνε χωρίς τη θέρμη της αγκαλιάς της μάνας του. Πάλι άγιο είχαν, του χε πει ο Γιώργης, όταν ο Χαράλαμπος τον ρώτησε γιατί το παιδί έχει μακρύ το πάνω και κοντά τα ποδάρια; Χαράλαμπε, τον είχε πάρει ο Γιώργης πιο μακριά από το κρεβάτι της λεχώνας. Χαράλαμπε, κοίτα η Αλεξάνδρα δεν θα κάνει άλλο παιδί, η κατάσταση της υγείας της δεν θα το αντέξει. Και τον μικρό μην τον βάλεις νωρίς στη δούλεψη, τα πνευμόνια του τα πήρε από τη μάνα του και θα ‘ναι ασθενικός σαν ανασαίνει.
Ο Χαράλαμπος από τότε σκοτείνιασε στο βλέμμα για πάντα. Ακόμα και τώρα που μικρός πήγαινε που και που μαζί του στο μαντρί, δεν μπορούσε να κάνει τις βαριές δουλειές. Άσε που η μάνα του, με τις ιστορίες της, του είχε φουσκώσει τα μυαλά και ο μικρός που τον έχανες που τον έβρισκες έκανε πως ήταν μισός άνθρωπος μισός θεός, και έπαιζε τον ήρωα στις φαντασίες που γεννά το παιδικό μυαλό. Τι να τον κάνει, άχρηστος είναι είχε πει κάποτε στην Αλεξάνδρα. Άχρηστος όπως και συ που μου ‘μεινες στέρφα. Από τότε ξενυχτούσε στο καφενείο και κάθε που γύριζε για να ξαπλώσει μακριά της, στο ντιβάνι που είχαν στην αυλή, αυτή ένοιωθε την απόσταση μεταξύ τους να μεγαλώνει. Βγήκε να ψάξει τον Κλεοπάτρα. Την κορόιδευαν όλοι που είχε διαλέξει να δώσει στον μικρό το όνομα της μάνας της, μα εκείνη, την ώρα της γέννας ένα όνομα είχε στα χείλη της, μόνο τη μάνα της, τη συχωρεμένη την Κλεοπάτρα ήθελε, σαν άρχισαν οι πόνοι να της κόβουν την ανάσα. Αεροβάφτισμα έγινε και κείνη για να πείσει τον παπά να δώσει τ’ όνομα, του ‘πε ψέμα στο αυτί τάχα ότι είδε Άγιο που της είπε άμα το παιδί θες να ζήσει τη μάνα σου να ευχαριστείς, στο όνομα της χαρίστηκε η ζωή στο γιο σου. Ο Χαράλαμπος φούριασε, μάνιασε, για μήνες εξαφανίζονταν στο μαντρί, και πίσω στο σπίτι ίσα που μιλιόνταν για τα βασικά. Κάπως έτσι έφτασε να νοιώθει οικογένεια μόνο τον εαυτό της και το παιδί. Τον βρήκε να κάθεται λίγο πιο πέρα και μπροστά στα μικρά του χέρια πάνω στο χώμα να στοιβάζει πέτρες, ωσάν να έφτιαχνε τα τείχη της Τροίας τα απόρθητα, εκείνα τα κάστρα που τόσο είχε αγαπήσει ο μικρός μέσα από τις ιστορίες της. Με το καλάθι της στο ένα χέρι, που είχε μέσα το μαλλί και τις βελόνες, κίνησε να τον πλησιάσει. Σαν έφτασε δίπλα του, του χάιδεψε τα καστανοκίτρινα μαλλιά του και ένοιωσε τα δάχτυλά της να μπερδεύονται στις μπούκλες του. Εκείνος την κοίταξε και ένα χαμόγελο απλώθηκε στα μάτια του. Ήξερε ότι η μάνα, μόλις τελείωνε από τις δουλειές θα του έλεγε πάλι τις ιστορίες των θεών, των ημίθεων και των ηρώων. Ποιος να ξέρει άραγε, σκεφτόταν, αν είναι αληθινές, μα κάθε που ρωτούσε η μάνα τού απάνταγε πάντα με τον ίδιο τρόπο. Όλοι θεοί, όλοι ήρωες, μα σαν και σένα που μοιάζεις με τους Κενταύρους άλλος δεν υπάρχει. Μη το ξεχνάς του ‘λεγε και του ξανάλεγε. Ο πιο σοφός από όλους είναι ο δάσκαλος. Όταν ο δάσκαλος είναι έτοιμος τότε εμφανίζονται οι μαθητές. Και έτσι ο Κλεοπάτρας είχε αγαπήσει και το σχολείο και τους δασκάλους του, που τους είχε για θεούς. Και σαν ξεκινούσαν εκείνοι να πουν τους μύθους, πάντα τους διέκοπτε για να τους διορθώσει την ιστορία, όπως την είχε ακούσει από την μάνα. Την είχαν φωνάξει και οι δάσκαλοι μια μέρα για να της πουν να πάψει πια τις ιστορίες, μα εκείνη ήθελε ο γιος της να μην νοιώθει μοναχός. Ήταν φιλάσθενος και εκείνη τόσα χρόνια του έραβε τα γιλέκα του μη τυχόν και αρρωστήσει και κρυώσει το στήθος και τα πνευμόνια του. Μα τα παιδιά στο σχολείο τούτο είχαν βρει για να γελούν με τον μικρό, τα γιλέκα του, που ήταν πολλά και σε όλα τα χρώματα. Εκείνη χάιδεψε και πάλι τα καστανοκίτρινα μαλλιά του, ίδια με το χρώμα στα φύλλα της Φιλύρας, που του δίνε τη νύχτα για να του ηρεμήσει τον ύπνο και την ανάσα. Η Φιλύρα, μια μάνα των μύθων, η μάνα του Χείρωνα, είχε διαλέξει να γίνει βοτάνι, που γιάτρευε το χτικιό.
Σκηνή τρίτη
Βερολίνο 7 χρόνια μετά (1972) Σεπτέμβριος
Ένας χρόνος, πότε κύλησε κιόλας ένας χρόνος, αναρωτήθηκε καθώς άπλωνε το τραπεζομάντιλο πάνω στο μικρό ξύλινο τραπέζι της κουζίνας. Προσπαθούσε να τα βάλει με τη σειρά, μα της φάνηκαν πολλά. Ένας χρόνος είχε περάσει από τότε που ο Χαράλαμπος της ανακοίνωσε ένα βράδυ ότι είχε αποφασίσει να αφήσει την Ελλάδα οριστικά και να φύγει μετανάστης στη Γερμανία. Ορθά κοφτά της είχε ξεκαθαρίσει ότι είτε θα έμενε εκείνη πίσω να τον περιμένει να γυρίσει και θα έστελνε εκείνος χρήματα για το παιδί, είτε θα μάζευε δυο πράγματα για κείνη και τον μικρό και θα έμπαινε μαζί του στο τρένο. Και που θα πάμε στα ξένα, κανέναν δεν έχουμε εκεί, του εξηγούσε αλλά μάταια. Εκείνος την είχε πάρει ήδη την απόφαση του, είχε πουλήσει όσα είχαν και δεν είχαν, ζωντανά και μη, και είχε πληρώσει τον ξάδερφο του για να βγάλει διαβατήριο. Χρειάστηκε να πουλήσει το σταυρό του παιδιού για να προλάβει και αυτή να βγάλει τα χαρτιά της και ευτυχώς ο μικρός ακόμα δεν χρειάζονταν δικά του, «…μόλις φτάσετε να τον δηλώσετε εκεί ότι είναι ο γιος σας, να τους δείξετε το χαρτί αυτό που το μετέφρασα και είναι από το Δήμαρχο, εκεί θα πάρει και ταυτότητα μόλις ενηλικιωθεί. Εγώ από εδώ όλα τα έχω ετοιμάσει για να τα στείλω, άμα χρειαστεί κάτι. Μην ανησυχείς Αλεξάνδρα, όλα κατ’ ευχή θα έρθουν θα δεις…», αποχαιρετισμός έμοιαζε για τις δύο φίλες εκείνη η μέρα στο δημαρχείο της πόλης. Το μυαλό της πέταξε σε μια άλλη εικόνα ακόμα πιο έντονη από την πρώτη, σαν έβλεπε τα δάκρυα του γιου της όταν του ανακοίνωνε πως θα φύγουν από την Ελλάδα, και πως εκείνος λίγες μέρες μετά είχε γραπωθεί πάνω στο σακάκι του κ. Στέφανου, του φιλόλογου και δεν έλεγε να το αφήσει σαν ήρθε η ώρα του αποχωρισμού. «…θα σου γράφω και θα μου γράφεις και εσύ…», και τον είχε τηρήσει τον λόγο του. Ο δάσκαλος θα ‘χε στείλει πάνω από δύο ντουζίνες γράμματα, ένα κάθε εβδομάδα και αλλά τόσα είχε γράψει για απάντηση ο γιος της. Τα διάβαζε και αυτή που και που, και έτσι κατάλαβε πάνω στο τρίμηνο ότι το παιδί κοντεύει να σκάσει και πως ήρθε η ώρα να πάει σχολείο και να μάθει και τη γλώσσα και τα γράμματα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και με το μυαλό της έκανε μια γύρα όλο το συγκρότημα των εργατικών κατοικιών που έμεναν στο Μπριτζ, στο Νόιλκεν του Βερολίνου. Το σχήμα τους έμοιαζε με πέταλο αλόγου, και σ’ αυτήν και το παιδί ήταν ένα πέταλο που τους είχε φέρει πραγματική τύχη. Σαν ήρθαν και εγκαταστάθηκαν σύντομα απέκτησε μια δυο πελάτισσες που της ζήτησαν να ράψει ρούχα για τα παιδιά τους, σαν είδαν τον Κλεοπάτρα με το μάλλινο γιλέκο του, το σκούφο και τα γάντια στην Χριστουγεννιάτικη λειτουργία της μικρής κοινότητας των Ελλήνων οικονομικών μεταναστών, που είχαν βρεθεί σε αυτή την περιοχή της τεράστιας πόλης.
Το ένα έφερε τ’ άλλο και μπορούσε πια να ράβει με την ησυχία της χωρίς να ανησυχεί για το παιδί, καθώς τον έβλεπε να περνάει τις ώρες του στο μικρό αλσύλλιο που περιτριγυρίζονταν από μουντό γκρίζο. Να παίζει με το χιόνι και να γυρνάει λασπωμένος από το σπουδαστήριο, που έκανε μαθήματα με τον παπά της κοινότητας και μάθαινε τη ξένη γλώσσα ενώ πήγαινε και στο σχολείο. «…Είναι έξυπνο παιδί και τα παίρνει τα γράμματα, ήδη μιλάει σχεδόν εξαίρετα τις βασικές λέξεις, δεν θα χρειαστεί πολύ για να μάθει να εκφράζεται…», και τα λόγια του παπά έβγαιναν πραγματικά μέρα με την ημέρα. Αυτός την βοηθούσε να ψωνίσει από το μάρκετ… Χα, γέλασε έμαθα και το μάρκετ δεν ντρέπομαι…, μια σκέψη μόνο για τον εαυτό της και μετά γύρισε ο νους της στον μικρό. Πού να ‘ναι, θα έπρεπε να έχει γυρίσει από το σχολείο μισή ώρα τώρα. Πήγε ο νους της στο κακό. Για τον Χαράλαμπο δεν ήταν καν σίγουρη αν θα γυρίσει σπίτι έτσι και αλλιώς πια. Όποτε ερχόταν θα έπεφτε ξερός στον καναπέ, με μια ανάσα σκέτο οινόπνευμα και όποτε δεν έρχονταν θα έπεφτε λυσσασμένος πάνω σε καμιά ξένη. Της το είχε ξεκαθαρίσει άλλωστε ότι εδώ τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Το εργοστάσιο στην Γκρουνστούφε Στράσε δούλευε 24ώρο και αυτός θα είχε τουλάχιστον δυο βάρδιες, όπως του είχε τάξει ο ξάδερφος του, που τους είχε κανονίσει το ταξίδι. Και ο Χαράλαμπος όποτε του έκανε κέφι γυρνούσε σπίτι, τάχα μετά από δυο και τρεις ημέρες ότι δήθεν έπεσε δουλειά, μα εκείνη το είχε καταλάβει πια ότι ο Μπάμπης, όπως τον έλεγαν οι ξένες, δεν ήταν ο Χαράλαμπος που κάποτε είχε αγαπήσει. Και ο Μπάμπης δεν έδινε δεκάρα αν ήταν τα γενέθλια του Κλεοπάτρα. Είχε αφήσει μερικά μεροκάματα πάνω στο ίδιο τραπέζι, τρεις μέρες πριν όταν της είπε ότι θα χρειαστεί να δουλέψει ίσως και τρίτη βάρδια μέσα στο Σαββατοκύριακο…
Σκηνή τέταρτη
Νησί των Μουσείων, Βερολίνο 7 χρόνια μετά (1979) Σεπτέμβριος
Θα είχαν περάσει ίσα με τρεις ώρες που βρόντηξε την πόρτα πίσω του με ένα κρότο, σαν να έλαμψε ο Δίας την οργή του πάνω στον κόσμο των θνητών, βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Ήθελε να ξεφύγει από τις φωνές του Μπάμπη, που αποφάσισε να το παίξει ζεν πρεμιέ με την κατά 15 χρόνια νεαρότερη γκομενίτσα του από το εργοστάσιο. Και σαν αποφάσισε τούτο, έτσι ήρθαν και τα επόμενα. Φωνές καθημερινά στην καημένη την μάνα του, λέξη με τη λέξη την πλημμύριζε με δηλητήριο. Τη μια έφταιγε το ένα την άλλη το άλλο, μα η αλήθεια ήταν πως η Γερμανίδα του είχε βάλει τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι του Μπάμπη και ήθελε γάμο εδώ και τώρα, σαν πιάσανε παιδί μαζί. Ας πρόσεχε είπε στον εαυτό του, μα η σκέψη του παρέμενε σκοτεινή, τι και αν τριγύριζε σε ένα κόσμο πλημμυρισμένο από το φως εκατοντάδων καλλιτεχνών από όλες τις εποχές. Όσο και αν προσπαθούσε να ξεχαστεί σε ένα πίνακα ή ένα γλυπτό, τόσο πιο πολύ μισούσε τον εαυτό του που είχε αφήσει την μάνα του πίσω να αντιμετωπίσει το τέρας. «…Είμαι 20, τί τον θέλουμε αυτόν στο κεφάλι μας, της είχε πει κάποτε. Θα πάω να δουλέψω, πιάνουν τα χέρια μου…, θα τα καταφέρουμε…», την παρακαλούσε. Μα εκείνη ήταν αγύριστο κεφάλι. «Εσύ δεν θα δουλέψεις, θα κοιτάξεις να τελειώσεις τις σπουδές σου και μετά βλέπουμε, εγώ με τον πατέρα σου θα τα φέρουμε βόλτα…» Ποιόν πατέρα, πού ήταν αυτός όλα τα βράδια τα άγρυπνα σαν αρρώσταινε, πού ήταν αυτός να του δείξει πως να γίνει άντρας, πού ήταν αυτός να τον συγχαρεί για την είσοδο του στη Σχολή Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου του Βερολίνου, «ο πρώτος των πρώτων και Έλληνας παρακαλώ» έλεγε η μάνα του, μα ο πατέρας του είχε πει μονάχα ένα ξερό «…τί τις θέλει τις σπουδές, να πιάσει το μέταλλο σαν και μένα και να βγάλει κάνα μεροκάματο, βαρέθηκα να τον ταΐζω και τώρα θέλει και σπουδές…». Δεν κατάλαβε ποτέ γιατί τον πόναγε κάθε φορά που προσπαθούσε να αποδείξει την αξία του στον πατέρα του, γατί ήθελε να πείσει έναν άγνωστο για πράγματα που ο αγροίκος δεν θα κατανοούσε ποτέ. Μα τώρα τον πόναγε ακόμα περισσότερο που το σώμα του δεν του επέτρεπε να σηκώσει χέρι απέναντι σε αυτόν τον αγροίκο και να υπερασπιστεί τη μάνα του με τον ίδιο βίαιο τρόπο, που ο άγνωστος της φερόταν. Σήκωσε τα μάτια του και τα άφησε να περιπλανηθούν στο χώρο.
Είχε μπει στο τμήμα του Αιγυπτιακού πολιτισμού του Neues Museum και εκεί τον περίμενε εκείνη που θα του άλλαζε για πάντα τη ζωή. Στα μάτια της είδε κόσμους και αυτοκρατορίες, θεούς και ημίθεους, δάσκαλους και μαθητές να ζωντανεύουν από τα συρτάρια της μνήμης του και να παλεύουν για μια θέση στο συνειδητό του. Εκείνη τον κοίταζε αγέρωχη μέσα από αιώνες λήθης και του μιλούσε για τα μυστικά του αρχαίου κόσμου. Μια λάμψη διαπέρασε τα μάτια του, θα ανακάλυπτε την πηγή της δύναμης των αυτοκρατόρων, τα μυστικά της εξουσίας των μαζών, τις μαγγανείες που κατεργάζονται οι θεοί για να ελέγχουν τους ανθρώπους και κάπου μέσα σε όλα έλπιζε ότι θα έβρισκε και τον τρόπο για να λυτρώσει την μάνα του. «… Τελικά υπάρχει έρωτας με την πρώτη ματιά…», γύρισε να αντικρίσει την βραχνή φωνή που του απευθυνόταν αστειευόμενη. Τα μαλλιά της ήταν καστανοκόκκινα, σχεδόν πύρινα και το πρόσωπο της ήταν γεμάτο φακίδες. Όμως τα μάτια της είχαν ένα σμαράγδινο χρώμα που ζέσταινε το βλέμμα της. Ίδια σχεδόν με της μάνας του, της Αλεξάνδρας σκέφτηκε στο πετάρισμα ενός βλεφάρου πριν χαθεί και πάλι στο βαθυπράσινο που τον μάγευε. «…Είσαι καλά…, συγγνώμη ήταν αστείο, ήθελα απλά να σε πειράξω έτσι όπως κοιτούσες την προτομή της, έμοιαζες εκστασιασμένος…», κοκκίνιζε σε κάθε λέξη και σχεδόν έφτασε πια στο χρώμα να μοιάζει με τις κόκκινες αποχρώσεις πάνω στο περίτεχνο σκαλιστό που απεικόνιζε την πιο όμορφη όλων των Αυτοκράτειρων, την Κληρονόμο, την Αγαπητή, την Κυρά της Άνω και Κάτω Αιγύπτου, τη Σύζυγο του Μεγάλου Βασιλιά, την Κυρά των Δύο Χωρών, Νεφερτίτη, την όμορφη που έρχεται. Εκεί, μπροστά στο βλέμμα της αυστηρής πήλινης φιγούρας, εκεί αντίκρισε για πρώτη φορά την Ίνγκριντ.
Σκηνή πέμπτη
Ανασκαφές Τελ Καμπρι, Ναχαρίγια Ισραήλ 7 χρόνια μετά (1986)
Ο ζεστός ήλιος του καίει το κεφάλι, αλλά η συμμετοχή του στην πρώτη του ανασκαφική αποστολή και μάλιστα υπό τον καθηγητή Κεμπίνσκι, δεν θα μπορούσε παρά να τον γεμίζει ανυπομονησία και όρεξη για ακόμα περισσότερη δουλειά. Στο πλευρό του καθηγητή είχε μάθει πολλά καθώς η ανασκαφική αποστολή είχε ξεκινήσει σχεδόν μια δεκαετία νωρίτερα, όταν το διάστημα 1975-1976 ο Κεμπίνσκι έδωσε συνέχεια στην προσπάθεια που χρονολογείται ήδη από το 1956. Ο Κλεοπάτρας ήταν μικρό παιδί ακόμα, ούτε καν είχε στο μυαλό του ότι μια μέρα θα μπορούσε να βρίσκεται στο πλευρό του ανθρώπου που θαύμαζε τόσο πολύ για την υπομονή και την επιμονή του. Όμως οι σπουδές του στην Αρχαιολογία, και τα εύσημα των καθηγητών του, μαζί με ένα κάρο συστατικές επιστολές, είχαν πείσει ένα σεβαστό αρχαιολόγο να τον εντάξει στην ομάδα που θα ξεκινούσε εκ νέου τις ανασκαφές στην περιοχή. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό και δεν μπορούσε παρά να σκέφτεται πόσο σημαντική ήταν αυτή η ευκαιρία, ακόμα και αν του είχε κοστίσει ένα γερό καυγά με την Ίνγκριντ. Εκείνη του είχε ζητήσει να μην φύγει, καθώς η μόλις ενός έτους κόρη τους θα την υποχρέωνε να αναλάβει εξ ολοκλήρου της φροντίδα της. Εκείνος της αντέτεινε ότι τα χρήματα θα βοηθούσαν να τα φέρουν βόλτα στο σπίτι, ενώ η ευκαιρία να κάνει το μάστερ του στο αντικείμενο της “Πολιτισμικής Ανταλλαγής και της σημασίας της στην ανάπτυξη των λαών της Μεσογείου” και μάλιστα υπό την εποπτεία του Κεμπίνσκι, θα αποτελούσε το εισιτήριο για να εξασφαλίσει πολύ σύντομα τη θέση του βοηθού καθηγητή, ώστε να μπορεί να προσφέρει στο σπίτι ένα σταθερό μισθό. Κάπως έτσι, όπως θυμόταν τους καυγάδες με τον πατέρα του και τη μάνα του, έτσι είχε βιώσει εκείνο τον καυγά, που τέλειωσε πριν καν να ξεκινήσει, όταν το αυτοκίνητο του πανεπιστημίου τον παρέλαβε για να τον μεταφέρει στο αεροδρόμιο, όπου θα πετούσε για Ισραήλ. Φυσικά και η επικοινωνία μέσω αλληλογραφίας και τηλεφώνου δεν ήταν το ίδιο και το να βλέπει τις φωτογραφίες της μικρής Αλεξάνδρας, του πονούσε τα μέσα του.
Φόρεσε γρήγορα το γιλέκο ανασκαφών που του είχε κάνει δώρο η μάνα του λίγο πριν και η ίδια γυρίσει στην Ελλάδα οριστικά. Ήταν μετά την αποφοίτηση του, που του είχε ανακοινώσει ότι τώρα πια, αφού και ο ίδιος είχε ξεκινήσει τη δική του οικογένεια, αυτή δεν είχε παρά να γυρίσει στην Ελλάδα για να περάσει χρόνο στο χωριό, μακριά από τη βαβούρα και την πολυκοσμία του Βερολίνου. Η αλήθεια όμως ήταν διαφορετική και ο ίδιος το ήξερε, η μάνα του εδώ και καιρό είχε κουραστεί να παλεύει και ήθελε να επιστρέψει στη γενέτειρα της να ξαποστάσει. Δύο, το πολύ πέντε χρόνια τής είχαν δώσει οι γιατροί και τα μάτια της λαχταρούσαν αυτά τα χρόνια να τα ζήσει στην ηρεμία της πατρίδας της. Εξάλλου, με τα χρόνια το κομπόδεμα της από τα ραφτικά είχε σπουδάσει τον ίδιο, είχε βοηθήσει για να ανοίξει το σπιτικό του, ακόμα και για τα πράγματα της μικρής. Η γιαγιά Αλεξάνδρα ήταν πάντα εκεί στην ανάγκη, τον Μπάμπη δεν τον είχε δει σχεδόν για πέντε χρόνια μετά από εκείνο τον καυγά του χωρισμού. Αργότερα έμαθε από τους καλοθελητές, βέβαια, ότι η Γερμανίδα που παντρεύτηκε δεν ήταν όποια και όποια, μα η μικρή κόρη του ιδιοκτήτη του εργοστασίου, που είχε αναδειχθεί σε κεντρική προσωπικότητα της γερμανικής πολιτικής σκηνής. Ή μάλλον θα ήταν προτιμότερο να πει, σε προσωπικότητα της εγχώριας μαφίας, αφού είχε πλουτίσει στην πλάτη εκείνων που ζούσαν μακριά, πέρα από το τοίχος της ντροπής. Είχε μάθει ότι έχει έναν ετεροθαλή αδερφό που τον λέγαν Κλάους, μα αυτό ήταν όλο, ούτε τον γνώρισε ποτέ, ούτε και έμαθε κάτι περισσότερο για την νέα οικογένεια του πατέρα του. Ο Μπάμπης καμιά φορά βρισκόταν και στις εφημερίδες, ως ο γαμπρός του αφεντικού αλλά μέχρι εκεί τα μεγαλεία του, γιατί οι φήμες τον ήθελαν να έχει εγκλωβιστεί στο εργοστάσιο του πεθερού του, ενώ εκείνος περνούσε το χρόνο του στα πολιτικά σαλόνια.
Η ζέστη τον έκανε να πάρει μια βαθιά ανάσα λίγο πριν ξανασκύψει με ευλάβεια πάνω από την περιοχή που πια είχε ονομαστεί Περιοχή D. Έκανε να χτυπήσει το χώμα με το μικρό του κασμαδάκι και ένοιωσε το δέρμα του να καίει. Το λευκό του δέρμα, με τα χρόνια της μητρικής φροντίδας, δεν το είχε δει και πολύ ο ήλιος και ήξερε ότι σύντομα θα χρειαζόταν να αντιμετωπίσει τα πρώτα εγκαύματα. Όσο πιο βαθιά πήγαινε όμως το κασμαδάκι του, τόσο πιο βαθιά βυθιζόταν και αυτός στο ταξίδι του στην ιστορία. Το μέρος που του είχαν αναθέσει να επιχειρεί ήταν κοντά στην πηγή της Ein Shefa. Και ενώ το μυαλό του βυθιζόταν, ένας ήχος από πέτρα που δέχτηκε το λάκτισμα του μετάλλου, αντήχησε κατά μήκος της ερημιάς. Αυτός ο ανεπαίσθητος ήχος θα γινόταν η αφορμή για την ανακάλυψη ενός εκ των σημαντικότερων ευρημάτων και ο προπομπός της επιστημονικής επιτυχίας και της φήμης που θα συνόδευε τον Κλεοπάτρα, στα επόμενα χρόνια της ζωής του.